Η παρακολούθηση συναυλίας στο εξωτερικό πάντα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στην Ελλάδα, έχουμε δει κάμποσες και έτσι πολλά πράγματα είναι πάνω κάτω τα ίδια. Ακόμα και τα πρόσωπα γύρω σου όσο περνούν τα χρόνια, γίνονται γνώριμα. Αντιθέτως στο εξωτερικό, κάθε εμπειρία είναι και ξεχωριστή αφού ακόμα και οι μυρωδιές είναι διαφορετικές. Όλα τα ανωτέρω ίσχυσαν φυσικά και για την περίπτωση του live των Αμερικανών Wovenhand, της μπάντας του κυρίου David Eugene Edwards στο Vega της Κοπεγχάγης το Μάϊο του 2010. Πέρα από αυτά, το γεγονός ότι θα τους βλέπαμε για πρώτη φορά συμπλήρωνε εξαιρετικά το σκηνικό για εμάς.
Το Vega είναι ίσως το ιστορικότερο liveαδικο της Κοπεγχάγης. Ένας αρκετά μεγάλος, παλιός και μπαρουτοκαπνισμένος χώρος με τα σημάδια του χρόνου αρκετά έντονα πάνω του. Καθ’όλα περιποιημένος φυσικά και άψογα λειτουργικός. Διαθέτει μεγάλη κυρίως είσοδο, λόμπι με πλατειές σκάλες που σε οδηγούν στον εξώστη και ξεχωριστό μπαρ δίπλα από αυτόν για το πότο σου. Λόγω τόσο της ηλικίας του όσο και του άψογου σχεδιασμού του, με την ύπαρξη τριών διαφορετικών συναυλιακών χώρων 1500, 500 και 250 ατόμων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα συναυλιακά venues της Ευρώπης. Χτίστηκε το 1956 και ανακαινίστηκε το 1996. Από τότε φιλοξενεί συναυλίες, εκδηλώσεις και συχνά μετατρέπεται σε night club. Περιττό να αναφέρουμε ότι από τη σκηνή του έχουν περάσει οι πάντες. Αυτά τα ολίγα λοιπόν για το χώρο.
Στην ώρα της, (άλλωστε η τήρηση του προγράμματος στο εξωτερικό είναι το σύνηθες), και σε ατμόσφαιρα χαμηλού φωτισμού αρχικά βγήκε η υπόλοιπη μπάντα. Σύντομα εμφανίστηκε και ο Eugene που εν μέσω αποθέωσης κάθισε μπροστά-μπροστά στη σκηνή, κρατώντας το μπάντζο/κιθάρα του. Για να είμαι ειλικρινής, ούτε το sold out περίμενα αλλά ούτε και την τόσο ενθουσιώδη υποδοχή. Επιβλητικός, σκοτεινός, απειλητικός αλλά και ταυτόχρονα ευγενής καθ’όλη τη διάρκεια της συναυλίας, μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα καθώς άπλωνε τις μελωδίες του και έλεγε τις ιστορίες του.
Αυτό που πρώτο εντυπωσίασε ήταν η νεκρική σιγή στο ενδιάμεσο των κομματιών αλλά και φυσικά κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Μια μυσταγωγία πραγματική που τότε δεν ήμουν σίγουρος αν συνέβαινε λόγω της ειδικής φύσης της μπάντας και του κοινού που απευθύνεται ή απλά το πολλάκις διαπιστωμένο γεγονός ότι σε κάποιες χώρες ο κόσμος πάει σε συναυλίες όντως για να ακούσει. Σήμερα, είμαι πεπεισμένος ότι εκείνη την ημέρα ίσχυσαν και τα δυο.
Η συναυλία λάμβανε χώρα στα πλαίσια της προώθησης του φρέσκου τότε άλμπουμ της μπάντας από το Ντένβερ, The Threshing Floor (το οποίο και τσιμπήσαμε στο merchandise, μαζί με ένα εξαιρετικό Τ-Shirt), έτσι και μεγάλο μέρος του setlist αφιερώθηκε σε αυτό. Ακούσαμε σχεδόν όλο το άλμπουμ (απουσίαζε απ’οτι θυμάμαι η διασκευή στο Truth των New Order και κάνα δυο κομμάτια ακόμα) ενώ αρκετές συνθέσεις που συμπληρώσαν το setlist προέρχονταν από το υπόλοιπο της καριέρας τους, με κορυφαίες στιγμές τα Swedish Purse και Dirty Blue από το κορυφαίο Mosaic του 2006 και το Off The Cuff από το Consider The Birds του 2004.
Συγκλονισμένοι όλοι από την ερμηνεία του Eugene, τον τρόπο που έφτυνε τις λέξεις και το δυναμισμό που έπαιζε το μπάντζο, περάσαμε σχεδόν 1,5 ώρα απόλυτης alternative/country, neofolk μαγείας. Προσωπικά, το μυαλό μου το ξετίναξε η εκφραστικότητά του στο Kingdom Of Ice (από το Ten Stones του 2008), όπου για άλλη μια φορά ξόρκισε τους δαίμονές του και μας ανάγκασε να κρατήσουμε την αναπνοή μας, σα να βλέπουμε θρίλερ! Το encore ήρθε απλά να μας αποτελειώσει με το ανατριχιαστικό Iron Feather (Ten Stones) και το Terre Haute (ε, να μη ξεχνιόμαστε, το The Threshing Floor προωθούμε!). Η μπάντα μας αποχαιρέτισε με υπόκλιση ενώ όλοι εμείς αποθεώναμε κάθε μέλος ξεχωριστά για τη μοναδική συναυλιακή εμπειρία που μας προσέφεραν. Τα βασικά μέλη της μπάντας εκείνη την περίοδο ήταν ο Pascal Humbert (πρώην μέλος των 16 Horsepower, αργότερα δημιούργησε τους Lillium) σε ηλεκτρικό μπάσο, διπλό μπάσο και κιθάρα και ο Ordy Garrison στα τύμπανα.
Για να επιστρέψουμε και στην αναφορά του προλόγου για τις μυρωδιές, σίγουρα η βασικότερη μυρωδιά που ΔΕΝ υπάρχει ήταν αυτή της τσιγαρίλας. Φυσικά και στο Lille Vega κάνεις δε κάπνιζε, παρόλαυτα υπήρχε κλειστός μεγάλος χώρος/μπάρ εκτός του κυρίως συναυλιακού χώρου, αλλά εντός του κτιρίου, όπου αρκετός κόσμος μπορούσε να καπνίσει και ταυτόχρονα να ακούει (όχι να βλέπει) τη συναυλία, αν το επιθυμούσε. Δυστυχώς στην Ελλάδα, ακόμα και επτά χρόνια μετά από την εν λόγω βραδιά, ακόμα δε μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα στοιχειώδη.
Δείτε ένα video από τη βραδιά:
Φωτογραφίες (απο παλιό, ταλαίπωρο κινητό): v_era